- βίγκα
- (vinga). Φυτό γνωστό επιστημονικά ως β. η ελάχιστη και σε πολλά μέρη της Ελλάδας ως αγριολίδα. Ανήκει στην οικογένεια των αποκυνιδών. Η β. είναι πολυετής, αειθαλής πόα που έρπει με ανθοφόρους βλαστούς όρθιους, φύλλα ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια, λεία, με μικρό μίσχο και άνθη μονήρη, χρώματος μπλε. Το φυτό αυτό φυτρώνει σε σκιερούς, θαμνώδεις ή δενδρώδεις, δροσερούς τόπους της Ελλάδας καθώς και σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Είναι καλλωπιστικό φυτό, πλούσιο σε δεψικές ουσίες, γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσαν άλλοτε στη βυρσοδεψία και τη φαρμακευτική. Θεωρείται επίσης και καλό αιμοστατικό. Τα σπέρματά του σπάνια ωριμάζουν, γι’ αυτό είναι ακατάλληλα για πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται όμως με μοσχεύματα.
Η βίγκα φυτρώνει σε σκιερούς, θαμνώδεις ή δενδρώδεις, δροσερούς τόπους της Ελλάδας, καθώς και σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Dictionary of Greek. 2013.