βίγκα

βίγκα
(vinga). Φυτό γνωστό επιστημονικά ως β. η ελάχιστη και σε πολλά μέρη της Ελλάδας ως αγριολίδα. Ανήκει στην οικογένεια των αποκυνιδών. Η β. είναι πολυετής, αειθαλής πόα που έρπει με ανθοφόρους βλαστούς όρθιους, φύλλα ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια, λεία, με μικρό μίσχο και άνθη μονήρη, χρώματος μπλε. Το φυτό αυτό φυτρώνει σε σκιερούς, θαμνώδεις ή δενδρώδεις, δροσερούς τόπους της Ελλάδας καθώς και σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Είναι καλλωπιστικό φυτό, πλούσιο σε δεψικές ουσίες, γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσαν άλλοτε στη βυρσοδεψία και τη φαρμακευτική. Θεωρείται επίσης και καλό αιμοστατικό. Τα σπέρματά του σπάνια ωριμάζουν, γι’ αυτό είναι ακατάλληλα για πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται όμως με μοσχεύματα. Η βίγκα φυτρώνει σε σκιερούς, θαμνώδεις ή δενδρώδεις, δροσερούς τόπους της Ελλάδας, καθώς και σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… …   Dictionary of Greek

  • γάλλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ga, που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 31 και δύο σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αλλά πάντοτε σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες. Περιέχεται σε πολλά ορυκτά… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”